- άρπα
- harpe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] … Dictionary of Greek
άρπα — η (λ. ιταλ.), παλιό έγχορδο μουσικό όργανο τριγωνικού σχήματος που παίζεται με τα δύο χέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρπάσας — ἁρπά̱σᾱς , ἁρπάζω snatch away fut part act fem acc pl (doric) ἁρπά̱σᾱς , ἁρπάζω snatch away fut part act fem gen sg (doric) ἁρπάσᾱς , ἁρπάζω snatch away aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρπας — ἅρπᾱς , ἅρπη bird of prey fem acc pl ἅρπᾱς , ἅρπη bird of prey fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χἀρπάσαι — ἁρπά̱σᾱͅ , ἁρπάζω snatch away fut part act fem dat sg (doric) ἁρπάσαι , ἁρπάζω snatch away aor inf act (doric) ἁρπάσαῑ , ἁρπάζω snatch away aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαμένου — ἁρπᾱμένου , ἁρπάζω snatch away fut part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάσαι — ἁρπά̱σᾱͅ , ἁρπάζω snatch away fut part act fem dat sg (doric) ἁρπάζω snatch away aor inf act ἁρπάσαῑ , ἁρπάζω snatch away aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάσαις — ἁρπά̱σαις , ἁρπάζω snatch away fut part act fem dat pl (doric) ἁρπάζω snatch away aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρπαν — ἅρπᾱν , ἅρπη bird of prey fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek